τυφομανία

τυφομανία
η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α
νεοελλ.
ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο
μσν.-αρχ.
υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια
αρχ.
(κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + -μανία (< -μανής < μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφομανία — τυφομανίᾱ , τυφομανία delirium fem nom/voc/acc dual τυφομανίᾱ , τυφομανία delirium fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφομανίας — τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem acc pl τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφομανής — ές, Μ 1. αυτός που μαίνεται από τύφο, δηλαδή από υπερβολική αλαζονεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφομανές η τυφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + μανής (< μαίνομαι*)] …   Dictionary of Greek

  • τυφωμανία — ἡ, Α βλ. τυφομανία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”