- τυφομανία
- η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Ανεοελλ.ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφομσν.-αρχ.υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνειααρχ.(κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα».[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + -μανία (< -μανής < μαίνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.